μακαρονιστί

μακαρονιστί
επίρρ. με μακαρονικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακαρονίζω (πρβλ. μακαρόνισα) + επιρρμ. κατάλ. -τί (πρβλ. λυδισ-τί). Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή. Βλ. και μακαρονικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”